ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
Κοπρεαῖος: ὁ, κύριόν τι ὄνομα σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κόπρος, «κοπρίτης», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 317.
Κοπρεαῖος: ὁ Копреей (шутл. собств. имя от κοπρέω) Arph.