κοπρέω
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
v. κοπρίζω.
German (Pape)
[Seite 1483] = κοπρίζω, mit Mist düngen; alte v.l. für κοπρίσσοντες Od. 17, 299 war κοπρήσοντες, von Bekker wieder aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
κοπρῶ :
ao. part.
engraisser de fumier.
Étymologie: κόπρος.
English (Autenrieth)
only fut. part. κοπρήσοντες, for manuring the fields, Od. 17.299†.
Greek Monolingual
κοπρεῶ, -έω και -όω (Α)
κοπρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κοπρίζω.
Russian (Dvoretsky)
κοπρέω: и κοπρίζω (part. fut. κοπρήσοντες - v.l. κοπρίσσοντες от κοπρίζω) удобрять навозом, унаваживать (τέμενος μέγα Hom.).