Λεβάδεια
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
Greek (Liddell-Scott)
Λεβάδεια: ἡ, «πόλις Βοιωτίας, ἔνθα καὶ μαντεῖον Διὸς τὸ ἱερὸν κατεσκεύαστο» Ἡσύχ. - Ἐν δὲ Φωτ. Λεξ. εὕρηται «Λεβαδία, πόλις Βοιωτίας, ἐν ᾗ Διὸς μαντεῖον, Τροφωνίου κατασκευάσαντος».
Russian (Dvoretsky)
Λεβάδεια: (βᾰ) ἡ Лебадия (город в Беотии с пещерой оракула Трофония) Her., Xen. etc.