Μακεδόνας

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source

Greek Monolingual

και Μακεδών, ο, η, θηλ. και Μακεδόνισσα (AM Μακεδών, -όνος, θηλ. και Μακεδόνισσα, Α ποιητ. τ. αρσ. Μακηδών)
ο κάτοικος της Μακεδονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μακεδονία
αρχ.
μακεδονικός («γῆ Μακεδών», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. μακεδνός.