Μεγαρίτης

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μεγαρίτισσα Μέγαρα
ο πολίτης ή ο κάτοικος τών Μεγάρων ή ο καταγόμενος από τα Μέγαρα.