Μεσοποταμίτης
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
habitant ou originaire de la Mésopotamie.
Étymologie: Μεσοποταμία.
Russian (Dvoretsky)
Μεσοποτᾰμίτης: ου (ῑ) ὁ житель или уроженец Месопотамии Luc.