Μυτιληναίος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναῖος)
βλ. Μυτιληνιός.