Πελάσγιος

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Πελασγικός.

Greek Monolingual

-ον, Α Πελασγός
πελασγικός.

Russian (Dvoretsky)

Πελάσγιος: Aesch., Eur. = Πελασγικός.