Σαμοθρᾴξ

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

French (Bailly abrégé)

ᾷκος;
adj. m.
de Samothrace.
Étymologie: Σάμος, Θρᾴξ.

Russian (Dvoretsky)

Σᾰμοθρᾴξ: ᾷκος или Σᾰμόθρᾳξ, ακος adj. m Plut. = Σαμοθρᾴκιος.