Σαυνιτικός

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
des Samnites.
Étymologie: Σαυνῖται.

Russian (Dvoretsky)

Σαυνῑτικός: самнитский Plut.