Σικανικός
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sicanie.
Étymologie: Σικανός.
Russian (Dvoretsky)
Σῑκᾰνικός: сиканийский Thuc.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ή, όν :
de Sicanie.
Étymologie: Σικανός.
Σῑκᾰνικός: сиканийский Thuc.