Σφραγίδιον

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Russian (Dvoretsky)

Σφρᾱγίδιον: τό Сфрагидий (пещера на горе Киферон) Plut.