Τυχαῖον

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek (Liddell-Scott)

Τῠχαῖον: τό, (Τύχη), ναὸς τῆς Τύχης, τὸν τὸ Τυχαῖον κατασκευάσαντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2024· ἱερὸν πάλαι τοῖς δαίμοσιν ἀνειμένον, Τυχαῖον τοῖς ἐπιχωρίοις ὠνόμαστο Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 16, σ. 271. 8.