Φοινίκιος

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Phénicie, phénicien.
Étymologie: Φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινίκιος: (νῑ) Soph., Plut. = Φοινίκειος.