άβαθος

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο βάθος
ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός.
(II)
-η, -ο
ο πολύ βαθύς, άπατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α επιτακ. + βάθος.