Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άγανο

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

το
1. η βελονοειδής απόφυση του σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια
2. λεπτό κόκκαλο ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)].