άγημα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄγημα) ἄγω
νεοελλ.
1. στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται ειδική αποστολή, είτε σε πολεμική επιχείρηση είτε σε ειρηνική εκδήλωση
2. (ιδιαίτερα) τμήμα πεζοναυτών
αρχ.
1. το οδηγούμενο τμήμα, διαίρεση, μέρος του στρατού τών Λακεδαιμονίων
2. επίλεκτο τμήμα του μακεδόνικου στρατού, σωματοφύλακες.