άγραπτος

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

και –φτος, -η, -ο (ἄγραπτος, -ον) γράφω
αυτός που δεν γράφτηκε, ο άγραφος
νέολλ. αυτός που δεν έγραψε.