άγραπτος

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

και –φτος, -η, -ο (ἄγραπτος, -ον) γράφω
αυτός που δεν γράφτηκε, ο άγραφος
νέολλ. αυτός που δεν έγραψε.