άγραυλος

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

ἄγραυλος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. (για πράγματα) αυτός που ανήκει στους αγρούς, αγροτικός, εξοχικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + αὐλή.
ΠΑΡ. ἀγραυλία, ἀγραυλίζομαι, ἀγραυλῶ].