ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἄγραυλος, -ον (Α)1. αυτός που ζει στους αγρούς, στην ύπαιθρο2. (για πράγματα) αυτός που ανήκει στους αγρούς, αγροτικός, εξοχικός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + αὐλή.ΠΑΡ. ἀγραυλία, ἀγραυλίζομαι, ἀγραυλῶ].