άκαπνος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκαπνος, -ον)
αυτός που δεν βγάζει καπνό
«άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ»
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα
2. αυτός που δεν καπνίζει
3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς της μάχης, ο απόλεμος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι λερωμένος με καπνούς (βλ. ακάπνιστος 1)
2. μτφ. χωρίς καπνό, χωρίς φωτιά, χωρίς δαπάνη
«ἄκαπνα γὰρ αἰὲν ἀοιδοὶ θύομεν» (Καλλίμ. απ. 53)
εμείς οι ποιητές ζούμε με ξένες δαπάνες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + καπνός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαπνία].