άλαιμος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο λαιμός
1. αυτός που δεν έχει λαιμό ή δεν έχει ψηλό λαιμό
2. (για ζώα) αυτός του οποίου το κεφάλι ενώνεται απευθείας με το σώμα.