άμακρος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

-η, -ο μάκρος
αυτός που δεν έχει μάκρος, βραχύς, κοντός, σύντομος.