άμεμπτος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμεμπτος, -ον) μεμπτός
(με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεμφθεί, να τον κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος
αρχ.
1. ο τέλειος στο είδος του
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν διατυπώνει παράπονο, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος.