άφλοιος

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

ἄφλοιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει φλοιό ή που του αφαιρέθηκε ο φλοιός.