έγκαυση

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

και έγκαψη, η (AM ἔγκαυσις)
ζωγραφική με χρώματα αναμιγμένα με κερί
αρχ.
φλόγωση.