έναι

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

και εν και ένι (Μ ἔναι και ἔν και ἔνι)
άλλοι τ. του είναιάλλος επά στη δύναμη ωσάν εσέ δεν έναι», Ερωτόκρ.).