ωσάν
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
ὡσάν, ΝΑ, και ὡς ἄν, και επικ. τ. ὥς κε(ν) Α, και ωσά Ν
(επίρρ. και σύνδ.) σαν, σαν να, σάμπως («ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾱς», ΚΔ.)
νεοελλ.
1. χρον. όταν, αμέσως μόλις («ωσά γνωρίστη άνθρωπος», Ερωτόκρ.)
2. (αιτιολ.) επειδή, αφού
αρχ.
1. (αντί του ἅτέ) καθώς, αφού, επειδή («ὡς ἂν τοῖς πλείστοις φίλος ὤν», Λουκιαν.)
2. εσφ. γρφ
αντί ἕως ἄν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς (Ι) + ἄν].