ωσάν

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ὡσάν, ΝΑ, και ὡς ἄν, και επικ. τ. ὥς κε(ν) Α, και ωσά Ν
(επίρρ. και σύνδ.) σαν, σαν να, σάμπως («ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾱς», ΚΔ.)
νεοελλ.
1. χρον. όταν, αμέσως μόλις («ωσά γνωρίστη άνθρωπος», Ερωτόκρ.)
2. (αιτιολ.) επειδή, αφού
αρχ.
1. (αντί του ἅτέ) καθώς, αφού, επειδή («ὡς ἂν τοῖς πλείστοις φίλος ὤν», Λουκιαν.)
2. εσφ. γρφ
αντί ἕως ἄν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς (Ι) + ἄν].