έτερον

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

το έτερος
μουσ. ένας από τους έξι χαρακτήρες της ποιότητας ή έκφρασης στη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής.