ήθημα

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

το (Α ἤθημα) ηθώ
το αποτέλεσμα του ηθώ, αυτό που έχει υποστεί διύλιση, το διυλισμένο υγρό, το στραγγισμένο υγρό.