ήθηση
Greek Monolingual
η (Α ἤθησις) ηθώ
η ενέργεια του ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα
αρχ.
(για πέτρες)
1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.)
2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος.
η (Α ἤθησις) ηθώ
η ενέργεια του ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα
αρχ.
(για πέτρες)
1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.)
2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος.