ήλωση
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
η (Μ ἥλωσις) ηλώ
το κάρφωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. η χρησιμοποίηση καρφιών ή μέσων με ανάλογο σχήμα, από ανοξείδωτο χάλυβα, για την αποκατάσταση της συνέχειας ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα
2. σύνδεση λεπτών τεμαχίων μηχανής ή κατασκευής με ειδικά καρφιά.