ίννος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἴννος, ὁ (Α)
ο γίννος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. γίννος, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus].