ίρινος

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

ἴρινος, -ίνη, -ον (Α) ίρις
κατασκευασμένος από το αρωματικό φυτό ίρις («ἴρινον μύρον»).