αίθριο
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
το (Α αἴθριον)
1. άτριον, πρόδομος (αποδίδεται με αυτή την έννοια το λατιν. atrium, εσωτερική αυλή ρωμαϊκού σπιτιού)
2. περίστυλη αυλή στην πλευρά της εισόδου της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, άστεγη στο μέσον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθριον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. αἴθριος. Η λ. αἴθριον (και το υποκορ. αἰθρίδιον) κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους θεωρήθηκε παρετυμολογικά ότι απέδιδε το λατιν. ātrium «πρόδομος, εσωτερική αυλή ρωμαϊκής κατοικίας»].