παράκληση
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
η / παράκλησις, -ήσεως, ΝΜΑ παρακαλώ
1. επίκληση ή ικεσία, δέηση που απευθύνεται στον Θεό
2. διατύπωση αιτήματος, πράξη με την οποία ζητά κανείς από κάποιον άλλο να κάνει κάτι γι' αυτόν ως χάρη («ταῖς ἐμαῖς παρακλήσεσι τοῦτο πεπόνηκεν», πάπ.)
νεοελλ.-μσν.
(ιδίως στον πληθ.) οι παρακλήσεις
ονομασία ικετηρίων εσπερινών ακολουθιών προς τη Θεοτόκο, κατά τις οποίες ψάλλεται ο παρακλητικός κανόνας κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου
αρχ.
1. πρόσκληση κάποιου για βοήθεια
2. δέηση για να αποτραπεί κάτι
3. παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπή
4. παραμυθία, παρηγοριά.