αβίαστα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

επίρρ. βιάζω
1. χωρίς βιασύνη
2. ευχάριστα, άνετα, χωρίς κόπο
3. χωρίς πίεση ή εξαναγκασμό.