αβροχίτων

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

ἁβροχίτων, ο (Α)
αυτός που φορά λεπτό, μαλακό χιτώνα, ο ντυμένος κομψά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβρός + χιτών.