αβρόφρων

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

-ον
λεπτός στους τρόπους, ευγενικός στη συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβρός, κατά τα ταπεινός-ταπεινόφρων της Αρχαίας Ελληνικής].