αβυσσαίος

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

-α, -ο [[[άβυσσος]], η]
ο σχετικός με την άβυσσο
λέγεται για ψάρια ή διάφορους οργανισμούς που ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη.