αγακλεής

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

ἀγακλεής, -ές (Α)
ένδοξος, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγα- + κλέος.