αγαλλίαση

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγαλλίασις) ἀγαλλιῶ
μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη
(ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες.