αγανοϋφαίνω

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

υφαίνω αραιά, χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγανά + υφαίνω].