αγγλοφέρνω

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

μιμούμαι τους τρόπους και τις συνήθειες τών Άγγλων, συμπεριφέρομαι όπως αυτοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Άγγλος + φέρνω].