αγελαδοστάσι

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το
το μέρος όπου εκτρέφονται και συντηρούνται αγελάδες, βουστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -στάσι].