αγιασμένος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
-η, -ο (Α ἡγιασμένος, -η, -ον) αγιάζω
1. (για πράγματα) αυτός που με θρησκευτική τελετή έγινε άγιος, ιερός
2. (για ανθρώπους) αυτός που άγιασε με την ενάρετη ζωή του.