αγκυλομαχία

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ἀγκυλομαχία, ἡ (Α)
μάχη με ακόντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκυλομάχος < ἀγκύλη + μάχομαι.