αγκωναροδεσιά

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

η και αγκωναροδέσι, το
1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα
2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνάρι + δένω].