Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
ἀγλαΐζω (AM)
λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω.
αρχ.
1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα
2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός.