αγλαόβοτρυς

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόβοτρυς (-υος), -υ (Α)
αυτός που έχει πολύ ωραία, έξοχα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + βότρυς.