αγορανομικός

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγορανομικός, -ή, -ὸν) ἀγορανόμος
ο σχετικός με την αγορανομία ή τον αγορανόμο.